τρύγιος

τρύγιος
ὁ, Α [τρύξ, τρυγός]
1. (κατά τον Ησύχ.) «τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου»
2. (κατ' άλλους) προσωνυμία τού Διός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυγιός — ὁ, Α [τρύξ, τρυγός] 1. η τρυγία 2. μτφ. το αποτέλεσμα ενός κακού («τρυγιοὶ πασῶν αἱρέσεων», Αθανάσ.) …   Dictionary of Greek

  • τρύγιος — τρύγος Cat. Cod.Astr. neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”